Ρούσσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρούσσος οι Ρούσσοι
      γενική του Ρούσσου των Ρούσσων
    αιτιατική τον Ρούσσο τους Ρούσσους
     κλητική Ρούσσε Ρούσσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Ρούσσος αρσενικό

  • (εθνικό όνομα) άλλη γραφή του Ρούσος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.