Ρούσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρούσος οι Ρούσοι
      γενική του Ρούσου των Ρούσων
    αιτιατική τον Ρούσο τους Ρούσους
     κλητική Ρούσε Ρούσοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾu.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρούσος

Ετυμολογία 1

Ρούσος <  δείτε και τις λέξεις Ρώσος, ρούσος και ρούσικος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Ρούσος αρσενικό (θηλυκό Ρουσίδα)

  • (εθνικό όνομα, λαϊκότροπο, παρωχημένο) που είναι από τη Ρουσία, ο Ρώσος

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Ρούσος < πατριδωνυμικό Ρούσος ή παρωνύμιο ρούσος

Κύριο όνομα

Ρούσος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα (θηλυκό Ρούσα)
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ρούσου)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.