Ρούσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ρούσος | οι | Ρούσοι |
| γενική | του | Ρούσου | των | Ρούσων |
| αιτιατική | τον | Ρούσο | τους | Ρούσους |
| κλητική | Ρούσε | Ρούσοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾu.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρού‐σος
Ετυμολογία 1
Κύριο όνομα
Ρούσος αρσενικό (θηλυκό Ρουσίδα)
Μεταφράσεις
Ρούσος
|
→ δείτε τη λέξη Ρώσος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.