ῥούσιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ῥούσιος τὸ ῥούσιον οἱ, αἱ ῥούσιοι τὰ ῥούσια
Γενική τοῦ, τῆς ῥουσίου τοῦ ῥουσίου τῶν ῥουσίων τῶν ῥουσίων
Δοτική τῷ, τῇ ῥουσίῳ τῷ ῥουσίῳ τοῖς, ταῖς ῥουσίοις τοῖς ῥουσίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ῥούσιον τὸ ῥούσιον τοὺς, τὰς ῥουσίους τὰ ῥούσια
Κλητική ῥούσιε ῥούσιον ῥούσιοι ῥούσια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ῥουσίω
Γενική-Δοτική ῥουσίοιν

Ετυμολογία

ῥούσιος < (άμεσο δάνειο) λατινική russus / russeus < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *reudʰ

Επίθετο

ῥούσιος, -ος, -ον

  • τοῦ ῥουσσέου
  • τοῦ ῥωσέου
  • ῥόσεον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.