ρητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρητός | η | ρητή | το | ρητό |
| γενική | του | ρητού | της | ρητής | του | ρητού |
| αιτιατική | τον | ρητό | τη | ρητή | το | ρητό |
| κλητική | ρητέ | ρητή | ρητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρητοί | οι | ρητές | τα | ρητά |
| γενική | των | ρητών | των | ρητών | των | ρητών |
| αιτιατική | τους | ρητούς | τις | ρητές | τα | ρητά |
| κλητική | ρητοί | ρητές | ρητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥητός < → δείτε εἴρω
- για τα μαθηματικά < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rationnel [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾiˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρη‐τός
Επίθετο
ρητός, -ή, -ό
- που έχει ειπωθεί, που έχει ορισθεί κατηγορηματικά και με σαφήνεια
- ↪ σου το απαγόρευσα ρητά
- (μαθηματικά) → δείτε τη λέξη ρητός αριθμός
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
προφορικός
Αναφορές
- ρητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.