ρήτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρήτρα οι ρήτρες
      γενική της ρήτρας των ρητρών
    αιτιατική τη ρήτρα τις ρήτρες
     κλητική ρήτρα ρήτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρήτρα < αρχαία ελληνική ῥήτρα < εἴρω < πρωτοελληνική *wéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werh₁ (μιλώ) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική clause[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾi.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρήτρα

Ουσιαστικό

ρήτρα θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. ρήτρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.