εἴρω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

  1. εἴρω < πρωτοελληνική *héřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser- (ενώνω)
  2. εἴρω < πρωτοελληνική *wéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéryeti < *werh₁- (μιλώ, λέγω)

Ρήμα

εἴρω

  1. συνδέω μεταξύ τους κομμάτια βάζοντάς τα σε μια σειρά
  2. δένω κάτι κάπου

Πολυλεκτικοί όροι

  • εἰρομένη λέξις: το ύφος κατά τον Αριστοτέλη που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αντιθέσεων ή ισορροπίας

Συγγενικά

Ρήμα

εἴρω

Συγγενικά

Αναφορές

Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 421

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.