ρητά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ρητά < ρητός
Επίρρημα
ρητά
- έχοντας πει κάτι ανοιχτά και με σαφήνεια
- σας το λέω ρητά και κατηγορηματικά
- έχω εκφράσει ρητά την αντίθεσή μου με το σχέδιο αυτό
- όταν μεταφέρεται εντός εισαγωγικών αυτούσια φράση
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ρητά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.