απόρρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απόρρητος | η | απόρρητη | το | απόρρητο |
| γενική | του | απόρρητου | της | απόρρητης | του | απόρρητου |
| αιτιατική | τον | απόρρητο | την | απόρρητη | το | απόρρητο |
| κλητική | απόρρητε | απόρρητη | απόρρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απόρρητοι | οι | απόρρητες | τα | απόρρητα |
| γενική | των | απόρρητων | των | απόρρητων | των | απόρρητων |
| αιτιατική | τους | απόρρητους | τις | απόρρητες | τα | απόρρητα |
| κλητική | απόρρητοι | απόρρητες | απόρρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απόρρητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόρρητος < ἀπό + ῥητός < ἐρέω/ἐρῶ, μορφολογικά αναλύεται από- + ρητός
Επίθετο
απόρρητος, -η, -ο
- που δεν πρέπει να ανακοινωθεί, να γνωστοποιηθεί ευρύτερα
- ↪ Ο κωδικός του χρηματοκιβωτίου είναι απόρρητος.
Εκφράσεις
- εξ απορρήτων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.