ρητορεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρητορεία οι ρητορείες
      γενική της ρητορείας των ρητορειών
    αιτιατική τη ρητορεία τις ρητορείες
     κλητική ρητορεία ρητορείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρητορεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥητορεία

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾi.toˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρητορεία

Ουσιαστικό

ρητορεία θηλυκό

  1. ικανότητα του ρήτορα
     συνώνυμα: ευγλωττία
  2. η τέχνη της ρητορικής
  3. (ειρωνικά, συνήθως στον πληθυνικό) στομφώδη λόγια, που όμως δεν έχουν πολλή σημασία, κούφια μεγάλα λόγια
     συνώνυμα: μεγαλοστομία, μεγαλορρημοσύνη, φλυαρία

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ρήτορας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.