δημηγορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δημηγορία | οι | δημηγορίες |
| γενική | της | δημηγορίας | των | δημηγοριών |
| αιτιατική | τη | δημηγορία | τις | δημηγορίες |
| κλητική | δημηγορία | δημηγορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δημηγορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημηγορία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.mi.ɣoˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μη‐γο‐ρί‐α
Ουσιαστικό
δημηγορία θηλυκό
- η αγόρευση ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου (στα αρχαία χρόνια) που αποσκοπούσε να συμβουλεύσει τον λαό περί του πρακτέου
Μεταφράσεις
δημηγορία
|
|
Αναφορές
- δημηγορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.