ῥήτωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥήτωρ οἱ ῥήτορες
      γενική τοῦ ῥήτορος τῶν ῥητόρων
      δοτική τῷ ῥήτορ τοῖς ῥήτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ῥήτορ τοὺς ῥήτορᾰς
     κλητική ! ῥῆτορ ῥήτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥήτορε
γεν-δοτ τοῖν  ῥητόροιν
Στον Αριστοφάνη, και θηλυκό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥήτωρ < ρίζα ῥη- (όπως ἐρρήθην, αόριστος του λέγομαι) + -τωρ

Ουσιαστικό

ῥήτωρ αρσενικό

  1. ρήτορας
    οἱ δέκα ῥήτορες (οι δέκα Αττικοί ρήτορες)
  2. δάσκαλος ρητορικής

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.