ῥᾴθυμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ῥᾴθυμος τὸ ῥᾴθυμον οἱ, αἱ ῥᾴθυμοι τὰ ῥᾴθυμα
Γενική τοῦ, τῆς ῥᾳθύμου τοῦ ῥᾳθύμου τῶν ῥᾳθύμων τῶν ῥᾳθύμων
Δοτική τῷ, τῇ ῥᾳθύμῳ τῷ ῥᾳθύμῳ τοῖς, ταῖς ῥᾳθύμοις τοῖς ῥᾳθύμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ῥᾴθυμον τὸ ῥᾴθυμον τοὺς, τὰς ῥᾳθύμους τὰ ῥᾴθυμα
Κλητική ῥᾴθυμε ῥᾴθυμον ῥᾴθυμοι ῥᾴθυμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ῥᾳθύμω
Γενική-Δοτική ῥᾳθύμοιν

Ετυμολογία

ῥᾴθυμος < ῥάδιος + θυμός

Επίθετο

ῥᾴθυμος, -ος, -ον (επίρρημα: ῥᾳθύμως)

  1. αμέριμνος
  2. εύθυμος
  3. ράθυμος
  4. οκνηρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.