ραθυμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ραθυμιά | οι | ραθυμιές |
| γενική | της | ραθυμιάς | των | ραθυμιών |
| αιτιατική | τη | ραθυμιά | τις | ραθυμιές |
| κλητική | ραθυμιά | ραθυμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραθυμιά < ραθυμία < αρχαία ελληνική ῥᾳθυμία
Μεταφράσεις
ραθυμιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.