αραθυμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αραθυμιά | οι | αραθυμιές |
| γενική | της | αραθυμιάς | των | αραθυμιών |
| αιτιατική | την | αραθυμιά | τις | αραθυμιές |
| κλητική | αραθυμιά | αραθυμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραθυμιά < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αραθυμιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.