πρόθυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόθυμος η πρόθυμη το πρόθυμο
      γενική του πρόθυμου της πρόθυμης του πρόθυμου
    αιτιατική τον πρόθυμο την πρόθυμη το πρόθυμο
     κλητική πρόθυμε πρόθυμη πρόθυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόθυμοι οι πρόθυμες τα πρόθυμα
      γενική των πρόθυμων των πρόθυμων των πρόθυμων
    αιτιατική τους πρόθυμους τις πρόθυμες τα πρόθυμα
     κλητική πρόθυμοι πρόθυμες πρόθυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρόθυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόθυμος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.θi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόθυμος

Επίθετο

πρόθυμος, -η, -ο

  • που έχει θετική διάθεση να εργαστεί ή /και να βοηθήσει σε κάτι

Αντώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πρόθυμος < πρό- + θυμός

Επίθετο

πρόθυμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.