πρώτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρώτιστος | η | πρώτιστη & πρωτίστη |
το | πρώτιστο |
| γενική | του | πρώτιστου & πρωτίστου |
της | πρώτιστης & πρωτίστης |
του | πρώτιστου & πρωτίστου |
| αιτιατική | τον | πρώτιστο | την | πρώτιστη & πρωτίστη |
το | πρώτιστο |
| κλητική | πρώτιστε | πρώτιστη & πρωτίστη |
πρώτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρώτιστοι | οι | πρώτιστες | τα | πρώτιστα |
| γενική | των | πρώτιστων & πρωτίστων |
των | πρώτιστων & πρωτίστων |
των | πρώτιστων & πρωτίστων |
| αιτιατική | τους | πρώτιστους & πρωτίστους |
τις | πρώτιστες | τα | πρώτιστα |
| κλητική | πρώτιστοι | πρώτιστες | πρώτιστα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρώτιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρώτιστος, υπερθετικός βαθμός του πρῶτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρώ‐τι‐στως
- τονικό παρώνυμο: πρωτίστως
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πρώτιστος | ἡ | πρωτίστη & πρώτιστος |
τὸ | πρώτιστον |
| γενική | τοῦ | πρωτίστου | τῆς | πρωτίστης & πρωτίστου |
τοῦ | πρωτίστου |
| δοτική | τῷ | πρωτίστῳ | τῇ | πρωτίστῃ & πρωτίστῳ |
τῷ | πρωτίστῳ |
| αιτιατική | τὸν | πρώτιστον | τὴν | πρωτίστην & πρώτιστον |
τὸ | πρώτιστον |
| κλητική ὦ! | πρώτιστε | πρωτίστη & πρώτιστε |
πρώτιστον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πρώτιστοι | αἱ | πρώτισται & πρώτιστοι |
τὰ | πρώτιστᾰ |
| γενική | τῶν | πρωτίστων | τῶν | πρωτίστων & πρωτίστων |
τῶν | πρωτίστων |
| δοτική | τοῖς | πρωτίστοις | ταῖς | πρωτίσταις & πρωτίστοις |
τοῖς | πρωτίστοις |
| αιτιατική | τοὺς | πρωτίστους | τὰς | πρωτίστᾱς & πρωτίστους |
τὰ | πρώτιστᾰ |
| κλητική ὦ! | πρώτιστοι | πρώτισται & πρώτιστοι |
πρώτιστᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτίστω | τὼ | πρωτίστᾱ & πρωτίστω |
τὼ | πρωτίστω |
| γεν-δοτ | τοῖν | πρωτίστοιν | τοῖν | πρωτίσταιν & πρωτίστοιν |
τοῖν | πρωτίστοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- πρώτιστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρώτιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.