primary
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | primary |
| συγκριτικός | more primary |
| υπερθετικός | most primary |
primary (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ειδικά βρετανικά αγγλικά) στοιχειώδης, που σχετίζεται με την εκπαίδευση παιδιών ηλικίας πέντε έως έντεκα περίπου ετών
- ↪ primary education - στοιχειώδης εκπαίδευσης
- ↪ the primary school - το δημοτικό
- πρωταρχικός, κύριος, βασικός, πρωτεύων
Πολυλεκτικοί όροι
-
primary election στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- primary (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- primary (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 488, 741, 757, 821. ISBN 9780194325684., λήμμα: κύριος, προκριματικός, πρωταρχικός, πρωτεύων, στοιχειώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.