πρώτιστα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ti.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρώτιστα

Ετυμολογία 1

πρώτιστα < πρώτιστ(ος) + επιρρηματικό επίθημα

Επίρρημα

πρώτιστα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

πρώτιστα < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Protista < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρώτιστος στον πληθυντικό[1]

Ουσιαστικό

πρώτιστα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • (ως ταξινομικός όρος γράφεται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα)  δείτε τη λέξη Πρώτιστα

Ετυμολογία 3

πρώτιστα < κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πρώτιστα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.