πρώτιστα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ti.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρώ‐τι‐στα
Ετυμολογία 1
- πρώτιστα < πρώτιστ(ος) + επιρρηματικό επίθημα -α
- πρωτίστως (λόγιο)
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- πρώτιστα < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Protista < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρώτιστος στον πληθυντικό[1]
Ουσιαστικό
πρώτιστα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (ως ταξινομικός όρος γράφεται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα) → δείτε τη λέξη Πρώτιστα
Ετυμολογία 3
- πρώτιστα < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πρώτιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρώτιστος
Αναφορές
- πρώτιστα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.