σημαντικότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σημαντικότερος | η | σημαντικότερη | το | σημαντικότερο |
| γενική | του | σημαντικότερου | της | σημαντικότερης | του | σημαντικότερου |
| αιτιατική | τον | σημαντικότερο | τη | σημαντικότερη | το | σημαντικότερο |
| κλητική | σημαντικότερε | σημαντικότερη | σημαντικότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σημαντικότεροι | οι | σημαντικότερες | τα | σημαντικότερα |
| γενική | των | σημαντικότερων | των | σημαντικότερων | των | σημαντικότερων |
| αιτιατική | τους | σημαντικότερους | τις | σημαντικότερες | τα | σημαντικότερα |
| κλητική | σημαντικότεροι | σημαντικότερες | σημαντικότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σημαντικότερος < σημαντικ(ός) + -ότερος
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.man.diˈko.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐ντι‐κό‐τε‐ρος
Μεταφράσεις
σημαντικότερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.