πρωτίστως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρωτίστως < πρώτιστ(ος) (υπερθετικός του πρώτος) + -ως κατά τα επιρρήματα σε -ως που όμως δεν είναι υπερθετικού βαθμού (παραδείγματος χάριν, δεν υπάρχει *καλλίστως) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τί‐στως
- τονικό παρώνυμο: πρώτιστος
Μεταφράσεις
πρωτίστως
|
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.