πρόσφορα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.sfo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόσφορα
παλιότερος συλλαβισμός: πρόσφορα
τονικό παρώνυμο: προσφορά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πρόσφορα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πρόσφορα ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ πρόσφορ
      γενική τῶν προσφόρων
      δοτική τοῖς προσφόροις
    αιτιατική τὰ πρόσφορ
     κλητική ! πρόσφορ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσφόρω
γεν-δοτ τοῖν προσφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

πρόσφορα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσφορος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

πρόσφορα ουδέτερο στον πληθυντικό

  • όλα όσα πρέπει να αποδίδονται (στους νεκρούς)

Ετυμολογία 2

πρόσφορα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πρόσφορα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πρόσφορα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.