πρόσφορο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρόσφορο | τα | πρόσφορα |
| γενική | του | πρόσφορου | των | πρόσφορων |
| αιτιατική | το | πρόσφορο | τα | πρόσφορα |
| κλητική | πρόσφορο | πρόσφορα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσφορο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσφορος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sfo.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σφο‐ρο
- παλιότερος συλλαβισμός : πρόσ‐φο‐ρο
Ουσιαστικό
πρόσφορο ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος, χριστιανισμός) είδος ψωμιού, με σχεδιασμένα ειδικά χριστιανικά σύμβολα, που προσφέρουν οι πιστοί στην εκκλησία για να χρησιμοποιηθεί σαν αντίδωρο
Μεταφράσεις
πρόσφορο
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πρόσφορο ουδέτερο
Αναφορές
- πρόσφορο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.