πρόσφορο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόσφορο τα πρόσφορα
      γενική του πρόσφορου των πρόσφορων
    αιτιατική το πρόσφορο τα πρόσφορα
     κλητική πρόσφορο πρόσφορα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσφορο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσφορος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.sfo.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόσφορο
παλιότερος συλλαβισμός: πρόσφορο

Ουσιαστικό

πρόσφορο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πρόσφορο ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού του πρόσφορος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρόσφορος

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.