υπερπροστασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπροστασία οι υπερπροστασίες
      γενική της υπερπροστασίας των υπερπροστασιών
    αιτιατική την υπερπροστασία τις υπερπροστασίες
     κλητική υπερπροστασία υπερπροστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερπροστασία < υπερ- + προστασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overprotection

Ουσιαστικό

υπερπροστασία θηλυκό χωρίς πληθυντικό

με την υπερπροστασία τους έγινε μαλθακός
το αντιηλιακό έχει δείκτη υπερπροστασίας από τον ήλιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.