ακτινοπροστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακτινοπροστασία | οι | ακτινοπροστασίες |
| γενική | της | ακτινοπροστασίας | των | ακτινοπροστασιών |
| αιτιατική | την | ακτινοπροστασία | τις | ακτινοπροστασίες |
| κλητική | ακτινοπροστασία | ακτινοπροστασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακτινοπροστασία < ακτινο- + προστασία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radioprotection[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kti.no.pɾo.staˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐προ‐στα‐σί‐α
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.