βροχοπροστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βροχοπροστασία | οι | βροχοπροστασίες |
| γενική | της | βροχοπροστασίας | των | βροχοπροστασιών |
| αιτιατική | τη | βροχοπροστασία | τις | βροχοπροστασίες |
| κλητική | βροχοπροστασία | βροχοπροστασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βροχοπροστασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.