αυτοπροστασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπροστασία οι αυτοπροστασίες
      γενική της αυτοπροστασίας των αυτοπροστασιών
    αιτιατική την αυτοπροστασία τις αυτοπροστασίες
     κλητική αυτοπροστασία αυτοπροστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοπροστασία < αυτο- + προστασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-protection)

Ουσιαστικό

αυτοπροστασία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.