αναπροσαρτώ
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναπροσαρτάω - αναπροσαρτώ | αναπροσαρτούσα | θα αναπροσαρτάω - αναπροσαρτώ | να αναπροσαρτάω - αναπροσαρτώ | αναπροσαρτώντας | |
| β' ενικ. | αναπροσαρτάς | αναπροσαρτούσες | θα αναπροσαρτάς | να αναπροσαρτάς | αναπροσάρτα - αναπροσάρταγε | |
| γ' ενικ. | αναπροσαρτάει - αναπροσαρτά | αναπροσαρτούσε | θα αναπροσαρτάει - αναπροσαρτά | να αναπροσαρτάει - αναπροσαρτά | ||
| α' πληθ. | αναπροσαρτάμε - αναπροσαρτούμε | αναπροσαρτούσαμε | θα αναπροσαρτάμε - αναπροσαρτούμε | να αναπροσαρτάμε - αναπροσαρτούμε | ||
| β' πληθ. | αναπροσαρτάτε | αναπροσαρτούσατε | θα αναπροσαρτάτε | να αναπροσαρτάτε | αναπροσαρτάτε | |
| γ' πληθ. | αναπροσαρτάν(ε) - αναπροσαρτούν(ε) | αναπροσαρτούσαν(ε) | θα αναπροσαρτάν(ε) - αναπροσαρτούν(ε) | να αναπροσαρτάν(ε) - αναπροσαρτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναπροσάρτησα | θα αναπροσαρτήσω | να αναπροσαρτήσω | αναπροσαρτήσει | ||
| β' ενικ. | αναπροσάρτησες | θα αναπροσαρτήσεις | να αναπροσαρτήσεις | αναπροσάρτα - αναπροσάρτησε | ||
| γ' ενικ. | αναπροσάρτησε | θα αναπροσαρτήσει | να αναπροσαρτήσει | |||
| α' πληθ. | αναπροσαρτήσαμε | θα αναπροσαρτήσουμε | να αναπροσαρτήσουμε | |||
| β' πληθ. | αναπροσαρτήσατε | θα αναπροσαρτήσετε | να αναπροσαρτήσετε | αναπροσαρτήστε | ||
| γ' πληθ. | αναπροσάρτησαν αναπροσαρτήσαν(ε) |
θα αναπροσαρτήσουν(ε) | να αναπροσαρτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναπροσαρτήσει | είχα αναπροσαρτήσει | θα έχω αναπροσαρτήσει | να έχω αναπροσαρτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναπροσαρτήσει | είχες αναπροσαρτήσει | θα έχεις αναπροσαρτήσει | να έχεις αναπροσαρτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναπροσαρτήσει | είχε αναπροσαρτήσει | θα έχει αναπροσαρτήσει | να έχει αναπροσαρτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναπροσαρτήσει | είχαμε αναπροσαρτήσει | θα έχουμε αναπροσαρτήσει | να έχουμε αναπροσαρτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναπροσαρτήσει | είχατε αναπροσαρτήσει | θα έχετε αναπροσαρτήσει | να έχετε αναπροσαρτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναπροσαρτήσει | είχαν αναπροσαρτήσει | θα έχουν αναπροσαρτήσει | να έχουν αναπροσαρτήσει |
| |
Μεταφράσεις
αναπροσαρτώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.