μεροληπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεροληπτικός η μεροληπτική το μεροληπτικό
      γενική του μεροληπτικού της μεροληπτικής του μεροληπτικού
    αιτιατική τον μεροληπτικό τη μεροληπτική το μεροληπτικό
     κλητική μεροληπτικέ μεροληπτική μεροληπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεροληπτικοί οι μεροληπτικές τα μεροληπτικά
      γενική των μεροληπτικών των μεροληπτικών των μεροληπτικών
    αιτιατική τους μεροληπτικούς τις μεροληπτικές τα μεροληπτικά
     κλητική μεροληπτικοί μεροληπτικές μεροληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεροληπτικός < μεροληπτώ + -ικός

Επίθετο

μεροληπτικός, -ή, -ό

  • που μεροληπτεί, που ευνοεί (αντίθετα προς τη δικαιοσύνη) το ένα από δύο αντιτιθέμενα μέρη

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.