δύσκολα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δύσκολα < δύσκολος +

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.sko.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δύσκολα

Επίρρημα

δύσκολα (τροπικό)

  1. με δυσκολία
  2. χωρίς πολλές πιθανότητες

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δύσκολα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.