δύσκολα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.sko.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δύ‐σκο‐λα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δύσκολα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δύσκολος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.