πράκτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πράκτορας | οι | πράκτορες |
| γενική | του του/της |
πράκτορα πράκτορος |
των | πρακτόρων |
| αιτιατική | τον/την | πράκτορα | τους/τις | πράκτορες |
| κλητική | πράκτορα | πράκτορες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πράκτορας < αρχαία ελληνική πράκτωρ ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική agente)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾa.kto.ɾas/
Ουσιαστικό
πράκτορας αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: πρακτόρισσα)
- (επάγγελμα) αυτός που επ' αμοιβή διεκπεραιώνει υποθέσεις άλλων
- αυτός που ενεργεί μυστικά κατ' εντολή κάποιων (κυβέρνησης, οργάνωσης κ.λπ.) και φέρει εις πέρας διαταγές ή αποστολές
Συγγενικά
- εισπράκτορας
- εισπρακτορίνα
- εισπρακτόρισσα
- πρακτοράκος
- πρακτορεία
- πρακτορειακός
- πρακτορείο
- πρακτόρευση
- πρακτορεύω
- πρακτορικός
- πρακτοριλίκι
- πρακτόρισσα
- φοροεισπράκτορας
- → δείτε τη λέξη πράττω
Πολυλεκτικοί όροι
- (πληροφορική) πράκτορας χρήστη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.