φοροεισπράκτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | φοροεισπράκτορας | οι | φοροεισπράκτορες |
| γενική | του του/της |
φοροεισπράκτορα φοροεισπράκτορος |
των | φοροεισπρακτόρων |
| αιτιατική | τον/τη | φοροεισπράκτορα | τους/τις | φοροεισπράκτορες |
| κλητική | φοροεισπράκτορα | φοροεισπράκτορες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φοροεισπράκτορας < φόρος και εισπράκτορας
Ουσιαστικό
φοροεισπράκτορας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που εισπράττει, συλλέγει τους φόρους για λογαριασμό του κράτους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φοροεισπράκτορας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.