πρακτόρευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρακτόρευση οι πρακτορεύσεις
      γενική της πρακτόρευσης* των πρακτορεύσεων
    αιτιατική την πρακτόρευση τις πρακτορεύσεις
     κλητική πρακτόρευση πρακτορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πρακτορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρακτόρευση < πρακτορεύω + -ση[1]

Ουσιαστικό

πρακτόρευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.