πρακτορεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρακτορεύω < ελληνιστική κοινή πρακτορεύω (συγκεντρώνω φόρους) < αρχαία ελληνική πράκτωρ
Ρήμα
πρακτορεύω (παθητική φωνή: πρακτορεύομαι)
- εξυπηρετώ και διεκπεραιώνω με αμοιβή τα συμφέροντα κάποιων (εμπορικών οίκων, επιχειρήσεων κ.λπ.)
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
πρακτορεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.