διεκπεραιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διεκπεραιώνω < ελληνιστική κοινή διεκπεραιόω / διεκπεραιῶ < αρχαία ελληνική διά + ἐκ + πέρας
Ρήμα
διεκπεραιώνω (παθητική φωνή: διεκπεραιώνομαι)
Συγγενικά
- αδιεκπεραίωτα
- αδιεκπεραίωτος
- διεκπεραίωση
- διεκπεραιωτής
- διεκπεραιωτικά
- διεκπεραιωτικός
- διεκπεραιωτικότητα
- διεκπεραιώτρια
- → δείτε τις λέξεις διά, εκ και πέρας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διεκπεραιώνω | διεκπεραίωνα | θα διεκπεραιώνω | να διεκπεραιώνω | διεκπεραιώνοντας | |
| β' ενικ. | διεκπεραιώνεις | διεκπεραίωνες | θα διεκπεραιώνεις | να διεκπεραιώνεις | διεκπεραίωνε | |
| γ' ενικ. | διεκπεραιώνει | διεκπεραίωνε | θα διεκπεραιώνει | να διεκπεραιώνει | ||
| α' πληθ. | διεκπεραιώνουμε | διεκπεραιώναμε | θα διεκπεραιώνουμε | να διεκπεραιώνουμε | ||
| β' πληθ. | διεκπεραιώνετε | διεκπεραιώνατε | θα διεκπεραιώνετε | να διεκπεραιώνετε | διεκπεραιώνετε | |
| γ' πληθ. | διεκπεραιώνουν(ε) | διεκπεραίωναν διεκπεραιώναν(ε) |
θα διεκπεραιώνουν(ε) | να διεκπεραιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διεκπεραίωσα | θα διεκπεραιώσω | να διεκπεραιώσω | διεκπεραιώσει | ||
| β' ενικ. | διεκπεραίωσες | θα διεκπεραιώσεις | να διεκπεραιώσεις | διεκπεραίωσε | ||
| γ' ενικ. | διεκπεραίωσε | θα διεκπεραιώσει | να διεκπεραιώσει | |||
| α' πληθ. | διεκπεραιώσαμε | θα διεκπεραιώσουμε | να διεκπεραιώσουμε | |||
| β' πληθ. | διεκπεραιώσατε | θα διεκπεραιώσετε | να διεκπεραιώσετε | διεκπεραιώστε | ||
| γ' πληθ. | διεκπεραίωσαν διεκπεραιώσαν(ε) |
θα διεκπεραιώσουν(ε) | να διεκπεραιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διεκπεραιώσει | είχα διεκπεραιώσει | θα έχω διεκπεραιώσει | να έχω διεκπεραιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διεκπεραιώσει | είχες διεκπεραιώσει | θα έχεις διεκπεραιώσει | να έχεις διεκπεραιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διεκπεραιώσει | είχε διεκπεραιώσει | θα έχει διεκπεραιώσει | να έχει διεκπεραιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διεκπεραιώσει | είχαμε διεκπεραιώσει | θα έχουμε διεκπεραιώσει | να έχουμε διεκπεραιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διεκπεραιώσει | είχατε διεκπεραιώσει | θα έχετε διεκπεραιώσει | να έχετε διεκπεραιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διεκπεραιώσει | είχαν διεκπεραιώσει | θα έχουν διεκπεραιώσει | να έχουν διεκπεραιώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.