εισπρακτορίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισπρακτορίνα οι εισπρακτορίνες
      γενική της εισπρακτορίνας των εισπρακτορίνων
    αιτιατική την εισπρακτορίνα τις εισπρακτορίνες
     κλητική εισπρακτορίνα εισπρακτορίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισπρακτορίνα < εισπράκτορας + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

εισπρακτορίνα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.