πρακτόρισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρακτόρισσα | οι | πρακτόρισσες |
| γενική | της | πρακτόρισσας | — | |
| αιτιατική | την | πρακτόρισσα | τις | πρακτόρισσες |
| κλητική | πρακτόρισσα | πρακτόρισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρακτόρισσα < πράκτορ(ας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πράκτορας
πρακτόρισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.