πορθμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορθμός οι πορθμοί
      γενική του πορθμού των πορθμών
    αιτιατική τον πορθμό τους πορθμούς
     κλητική πορθμέ πορθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο πορθμός του Βοσπόρου

Ετυμολογία

πορθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορθμός[1] < περάω / περῶ < πέρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-

Προφορά

ΔΦΑ : /poɾˈθmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πορθμός

Ουσιαστικό

πορθμός αρσενικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πορθμός οἱ πορθμοί
      γενική τοῦ πορθμοῦ τῶν πορθμῶν
      δοτική τῷ πορθμ τοῖς πορθμοῖς
    αιτιατική τὸν πορθμόν τοὺς πορθμούς
     κλητική ! πορθμέ πορθμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πορθμώ
γεν-δοτ τοῖν  πορθμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορθμός < περάω / περῶ < πέρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-

Ουσιαστικό

πορθμός αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.