πορθμείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορθμείο τα πορθμεία
      γενική του πορθμείου των πορθμείων
    αιτιατική το πορθμείο τα πορθμεία
     κλητική πορθμείο πορθμεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορθμείο < αρχαία ελληνική πορθμεῖον < πορθμός < περάω / περῶ < πέρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-

Προφορά

ΔΦΑ : /poɾθˈmi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορθμείο

Ουσιαστικό

πορθμείο ουδέτερο

  1. πλεούμενο που μεταφέρει ανθρώπους, εμπορεύματα και οχήματα στην απέναντι όχθη ή ακτή
  2. τα ναύλα που πληρώνει κάποιος για τη μεταφορά αυτή
  3. τόπος για πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.