πορθμεύς
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Αν έχει δύο πληθυντικούς. ‑‑Sarri.greek ♫ | 21:16, 20 Ιανουαρίου 2023 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πορθμεύς | οἱ | πορθμεῖς - πορθμῆς* |
| γενική | τοῦ | πορθμέως | τῶν | πορθμέων |
| δοτική | τῷ | πορθμεῖ | τοῖς | πορθμεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | πορθμέᾱ | τοὺς | πορθμέᾱς |
| κλητική ὦ! | πορθμεῦ | πορθμεῖς - πορθμῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πορθμῆ1 ή πορθμεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πορθμέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- πορθμεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πορθμεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.