πορθμέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πορθμέας | οι | πορθμείς |
| γενική | του | πορθμέα & πορθμέως |
των | πορθμέων |
| αιτιατική | τον | πορθμέα | τους | πορθμείς |
| κλητική | πορθμέα | πορθμείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορθμέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορθμεύς < πορθμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /poɾˈθme.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορθ‐μέ‐ας
- παλιότερος συλλαβισμός : πορ‐θμέ‐ας
Ουσιαστικό
πορθμέας αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.