ισθμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ισθμός | οι | ισθμοί |
| γενική | του | ισθμού | των | ισθμών |
| αιτιατική | τον | ισθμό | τους | ισθμούς |
| κλητική | ισθμέ | ισθμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.svg.png.webp)
Ισθμός.
Ετυμολογία
- ισθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσθμός
Ουσιαστικό
ισθμός αρσενικό
- (γεωγραφία) στενή λωρίδα ξηράς που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες
- ↪ μας βολεύει να διανοίγουμε τις διώρυγες σε ισθμούς
- (καταχρηστικά) περιοχή στην οποία υπήρχε επώνυμος ισθμός(1) αλλά διανοίχτηκε διώρυγα
- ↪ ξεκίνησαν να ανοίγουν διώρυγα στον ισθμό του Σουέζ
- (ανατομία) δηλώνει το στενότερο σημείο οποιουδήποτε ιστού
- ↪ το στόμα εκτείνεται από τη στοματική σχισμή μέχρι τον ισθμό του φάρυγγα
- (αν δεν αναφέρεται συγκεκριμένη τοποθεσία) ο ισθμός της Κορίνθου
- ↪ τα διόδια στον ισθμό είναι κλειστά σήμερα
Συγγενικά
-
ισθμός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.