στεριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στεριά | οι | στεριές |
| γενική | της | στεριάς | των | στεριών |
| αιτιατική | τη | στεριά | τις | στεριές |
| κλητική | στεριά | στεριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στεριά < μεσαιωνική ελληνική στεριά < στερεά
Ουσιαστικό
στεριά θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.