διαπορθμεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαπορθμεύω < αρχαία ελληνική διαπορθμεύω < διά + πορθμεύω < πορθμός

Ρήμα

διαπορθμεύω

  1. μεταφέρω μέσω ενός πορθμού
  2. (κατ’ επέκταση) μεταφέρω κάποιον στην άλλη όχθη ή ακτή (ή στο πλοίο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.