βαρκάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαρκάρης | οι | βαρκάρηδες |
| γενική | του | βαρκάρη | των | βαρκάρηδων |
| αιτιατική | τον | βαρκάρη | τους | βαρκάρηδες |
| κλητική | βαρκάρη | βαρκάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρκάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαρκάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε βάρκ(α) + -άρης
Ουσιαστικό
βαρκάρης αρσενικό (θηλυκό βαρκάρισσα)
Αναφορές
- βαρκάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
