πέπλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πέπλο | τα | πέπλα |
| γενική | του | πέπλου | των | πέπλων |
| αιτιατική | το | πέπλο | τα | πέπλα |
| κλητική | πέπλο | πέπλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πέπλο < αρχαία ελληνική πέπλος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpe.plo/
Ουσιαστικό
πέπλο ουδέτερο
- απαλό ύφασμα (από τούλι) το οποίο το φοράει συνήθως σε ένα γάμο η νύφη
- το πέπλο της νύφης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πέπλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.