ἀσπίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀσπίς | αἱ | ἀσπίδες |
| γενική | τῆς | ἀσπίδος | τῶν | ἀσπίδων |
| δοτική | τῇ | ἀσπίδῐ | ταῖς | ἀσπίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἀσπίδᾰ | τὰς | ἀσπίδᾰς |
| κλητική ὦ! | ἀσπίς* | ἀσπίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσπίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀσπίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀσπίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἀσπίς, -ίδος θηλυκό
- (οπλισμός) ασπίδα
- (φίδι) φαρμακερό φίδι (Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, Μελπομένη, 191
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Εκφράσεις
Πηγές
- ἀσπίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσπίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.