χιτώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χιτώνας | οι | χιτώνες |
| γενική | του | χιτώνα | των | χιτώνων |
| αιτιατική | τον | χιτώνα | τους | χιτώνες |
| κλητική | χιτώνα | χιτώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αρχαιοελληνικός χιτώνας σε γκραβούρα του 19 αι.
Ετυμολογία
- χιτώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χιτών, αιτιατική τὸν χιτῶνα[1] < σημιτικής προέλευσης *kittan < ακκαδική kitû / kita’um (λινάρι, λινός) < σουμεριακή gada
Προφορά
- ΔΦΑ : /çiˈto.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐τώ‐νας
Ουσιαστικό
χιτώνας αρσενικό
Συγγενικά
Παράγωγα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- χιτώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.