πληθωρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πληθωρισμός | οι | πληθωρισμοί |
| γενική | του | πληθωρισμού | των | πληθωρισμών |
| αιτιατική | τον | πληθωρισμό | τους | πληθωρισμούς |
| κλητική | πληθωρισμέ | πληθωρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πληθωρισμός < πληθωρ(ικό) + -ισμός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική inflation
Ουσιαστικό
πληθωρισμός αρσενικό
- η εμφάνιση ενός ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού κάποιων πραγμάτων, πέρα απ’ αυτό που θεωρείται «κανονικό»
- (οικονομία) η μείωση της αγοραστικής αξίας του χρήματος, ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών σε μια σειρά καταναλωτικών αγαθών, υπηρεσιών
- (οικονομία, ως μέτρηση) ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή, ο δομικός πληθωρισμός
- (φυσική) η εξαιρετικά ταχεία διόγκωση του χωροχρόνου αμέσως μετά την Μεγάλη Έκρηξη
- ※ Οι κοσμολόγοι όμως έχουν προβλέψει ότι ο πληθωρισμός, δηλαδή η απότομη διόγκωση του χωροχρόνου που ξεκίνησε 10-34 δευτερόλεπτα μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, ουσιαστικά τέντωσε τα βαρυτικά κύματα και αύξησε το μήκος κύματος σε μετρήσιμα μεγέθη. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Αντώνυμα
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- πληθωριστική πολιτική
Μεταφράσεις
πληθωρισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.