πληθωρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πληθωρισμός οι πληθωρισμοί
      γενική του πληθωρισμού των πληθωρισμών
    αιτιατική τον πληθωρισμό τους πληθωρισμούς
     κλητική πληθωρισμέ πληθωρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πληθωρισμός < πληθωρ(ικό) + -ισμός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική inflation

Ουσιαστικό

πληθωρισμός αρσενικό

  1. η εμφάνιση ενός ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού κάποιων πραγμάτων, πέρα απ’ αυτό που θεωρείται «κανονικό»
  2. (οικονομία) η μείωση της αγοραστικής αξίας του χρήματος, ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών σε μια σειρά καταναλωτικών αγαθών, υπηρεσιών
  3. (οικονομία, ως μέτρηση) ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή, ο δομικός πληθωρισμός
  4. (φυσική) η εξαιρετικά ταχεία διόγκωση του χωροχρόνου αμέσως μετά την Μεγάλη Έκρηξη
      Οι κοσμολόγοι όμως έχουν προβλέψει ότι ο πληθωρισμός, δηλαδή η απότομη διόγκωση του χωροχρόνου που ξεκίνησε 10-34 δευτερόλεπτα μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, ουσιαστικά τέντωσε τα βαρυτικά κύματα και αύξησε το μήκος κύματος σε μετρήσιμα μεγέθη. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • πληθωριστική πολιτική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.