πληθωριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πληθωριστικός | η | πληθωριστική | το | πληθωριστικό |
| γενική | του | πληθωριστικού | της | πληθωριστικής | του | πληθωριστικού |
| αιτιατική | τον | πληθωριστικό | την | πληθωριστική | το | πληθωριστικό |
| κλητική | πληθωριστικέ | πληθωριστική | πληθωριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πληθωριστικοί | οι | πληθωριστικές | τα | πληθωριστικά |
| γενική | των | πληθωριστικών | των | πληθωριστικών | των | πληθωριστικών |
| αιτιατική | τους | πληθωριστικούς | τις | πληθωριστικές | τα | πληθωριστικά |
| κλητική | πληθωριστικοί | πληθωριστικές | πληθωριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πληθωριστικός < πληθωρισμός
Επίθετο
πληθωριστικός -ή -ό
- που αναφέρεται στον πληθωρισμό· που προκαλεί πληθωρισμό
- πληθωριστικές πιέσεις
Μεταφράσεις
πληθωριστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.