δομικός πληθωρισμός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δομικός πληθωρισμός < → δείτε τις λέξεις δομικός και πληθωρισμός
Πολυλεκτικός όρος
δομικός πληθωρισμός
- (οικονομία) μέτρηση του πληθωρισμού, όπως ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή, στον οποίο όμως δεν λαμβάνονται υπόψη οι τιμές των τροφίμων (νωπά οπωροκηπευτικά προϊόντα) και της ενέργειας (καύσιμα) επειδή είναι ευμετάβλητα και εποχικά
Μεταφράσεις
δομικός πληθωρισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.